ηλεκτροχημικός

ηλεκτροχημικός
η , ό[ν] электрохимический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηλεκτροχημικός" в других словарях:

  • ηλεκτροχημικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροχημεία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ηλεκτροχημικός ο επιστήμονας που ασχολείται με την ηλεκτροχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrochemical < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημικός,-ή, -ό — 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροχημεία. 2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτροχημικός επιστήμονας ειδικός στην ηλεκτροχημεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • βολταϊκός — ή, ό ηλεκτρικός, ηλεκτροχημικός: Το βολταϊκό τόξο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»